- εκμυστηρευτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμυστήρευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκμυστηρευτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εκμυστήρευση (βλ. λ.), ο αποκαλυπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)